Αυτή τη φορά, είπα να σας προβληματίσω λίγο…
Θα γράψω, λοιπόν, μερικά πραγματάκια που αφορούν απόλυτα και στα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, αλλά υπό ένα πολύ ευρύτερο πρίσμα, αυτό των διεθνών εξελίξεων και, κυρίως του παιχνιδιού που παίζεται εδώ και περίπου 15 με 20 χρόνια στις πλάτες των λαών όλου του κόσμου, με την απόλυτη ευθύνη του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.
Την αφορμή μου έδωσαν κάποια δημοσιεύματα σε ξενόγλωσσα sites και blogs τα οποία σταχυολόγησα και άντλησα ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες και σκοπεύω να μοιραστώ μαζί σας.
Η υπόθεση της καταστροφής όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των εθνικών οικονομιών των περισσοτέρων κρατών του κόσμου έχει ξεκινήσει όχι γύρω στα 2007-2008, όπως ίσως πιστεύουν οι περισσότεροι, έχοντας στο μυαλό τους τα λεγόμενα «τοξικά ομόλογα» και τα γεγονότα που ακολούθησαν ως αλυσιδωτή αντίδραση στην παγκόσμια οικονομία, αλλά περίπου μία δεκαετία νωρίτερα, δηλαδή γύρω στα 1997. Υπουργός Οικονομικών στις ΗΠΑ και στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών του Προέδρου Μπιλ Κλίντον είναι ο Ρόμπερτ Ρούμπιν (Robert Rubin) και αναπληρωτής τ� �υ ο Λάρι Σάμερς (Larry Summers), ο οποίος θα τον διαδεχθεί στον υπουργικό θώκο το 1999 και μέχρι το 2001.
Την περίοδο αυτή, το εν λόγω δίδυμο, σε πλήρη συνεννόηση με τους επικεφαλής των μεγαλύτερων πέντε (5) μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζικών κολοσσών και, συγκεκριμένα τους Goldman Sachs, Merryll Lynch, Bank of America, Citibank και Chase Manhattan, αποφασίζει ν' αλλάξει ριζικά το παγκόσμιο τραπεζικό παιχνίδι, δημιουργώντας εν κατακλείδι μία άνευ προηγουμένου συσσώρευση κεφαλαίων και οδηγώντας στην υποταγή στις ορέξεις της παγκόσμιας τραπεζικής ελίτ ολόκληρων κρατών και διεθνών οργανισμών.
Το βασικό εμπόδιο για την έναρξη της υλοποίησης ενός τέτοιου σχεδίου περνούσε μέσα από την άρση του Τραπεζικού Νόμου του 1933 (Banking Act of 1933), γνωστού και με το όνομα «Νόμος των Γκλας – Στίγκαλ» (The Glass – Steagall Act), που έθετε πολύ συγκεκριμένα όρια ανάμεσα στις δραστηριότητες των επενδυτικών και των εμπορικών τραπεζών, απαγορεύοντας, ουσιαστικά, στις μεν να δραστηριοποιούνται στους τομείς που δραστηριοποιούνταν οι δε.
Έτσι, οι μεν επενδυτικές τράπεζες δεν είχαν δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες του εμπορικού τομέα, ενώ οι εμπορικές τράπεζες δεν είχαν δικαίωμα να δραστηριοποιούνται στον τομέα των επενδύσεων και, κυρίως, σε τομείς όπως η έκδοση ομολόγων και λοιπών αξιόγραφων. Επίσης, βάσει αυτού του Νόμου, απαγορευόταν σε πρόσωπα που ασχολούντο στον τομέα των επενδυτικών τραπεζών να κατέχει οποιαδήποτε θέση σε εμπορική τράπεζα και το αντίστροφο.
Η άρση αυτού του Νόμου άλλαξε άρδην τον χάρτη του τραπεζικού συστήματος όπως το γνωρίζαμε μέχρι τότε. Η άμεση εμπλοκή των εμπορικών τραπεζών στον επενδυτικό τομέα (αφού αυτό ήταν το ζητούμενο) ξεκίνησε από την επένδυση στην αγορά παραγώγων, δηλαδή στο… «Πάμε Στοίχημα» των τραπεζικών προϊόντων.
Τα «πονταρίσματα» που γίνονταν μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, ακόμη και του στιλ «σε πόσα χρόνια θα καταστραφεί ολοσχερώς η οικονομία του Χ κράτους»!!! Και στην κατεύθυνση αυτή το τραπεζικό σύστημα δούλεψε συντονισμένα, μέσα από τα κατά τόπους «παπαγαλάκια» του, καλλιεργώντας το κατάλληλο έδαφος, ώστε αυτά στα οποία πόνταρε τα λεφτά του (το «του», βέβαια, βρίσκεται υπό ζωηρή αμφισβήτηση) να γίνουν πραγματικότητα.
Ένα πρώτο τέτοιο παιχνίδι σε βάρος της ελληνικής οικονομίας αλλά, κυρίως, των Ελλήνων πολιτών το είδαμε να εξελίσσεται ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο, με τη «φούσκα» του Χρηματιστηρίου και με τις «προβλέψεις» περί κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, που απέφεραν, μέσω της αγοράς παραγώγων, στην παγκόσμια τραπεζική ελίτ κέρδη πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ίδιο ακριβώς παιχνίδι παίχτηκε και στις πλάτες πολλών άλλων λαών του κόσμου.
Οι κινήσεις-κλειδιά σε αυτό το σημείο ήταν δύο: αφενός ο Σάμερς, με την ιδιότητα του Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ άφησε εντελώς ανεξέλεγκτο το τοπίο στην αγορά παραγώγων μπλοκάροντας, ουσιαστικά, κάθε οργανωτική κίνηση προς την κατεύθυνση του ελέγχου τους. Αφετέρου, επειδή το παιχνίδι αυτό θα είχε νικητές και χαμένους και εντός του παγκόσμιου τραπεζικού κεφαλαίου (αλλά και του στενότερα αμερικανικού, βλ. JP Morgan) και, προκειμένου να αποφευχθεί η εκροή κεφαλαίων σε χώρες με ασφαλέστερο τραπεζικό σύστημα, η κλίκα Σάμερς – τραπεζιτών απ� �φάσισε να χρησιμοποιήσει το λεγόμενο FSA (Financial Services Act – Συμφωνία Οικονομικών Υπηρεσιών), δηλαδή τη Συμφωνία που ουσιαστικά καθόριζε τον τρόπο σύνδεσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – ΠΟΕ (WTO) με τα μέλη του.
Μέχρι τότε ο ΠΟΕ (άλλο «παιδί» του συστήματος κι αυτό) ουσιαστικά έθετε τους κανόνες διεξαγωγής του εμπορίου φυσικών προϊόντων ανάμεσα στα κράτη-μέλη του, έχοντας έξω από τους τομείς δραστηριοποίησής του τα τραπεζικά προϊόντα. Η αλλαγή των όρων του FSA, με τη συμπερίληψη σε αυτό ΚΑΙ των τραπεζικών δραστηριοτήτων, πειθανάγκασε τα κράτη-μέλη του ΠΟΕ να δεχθούν την αγορά «σάπιων» τραπεζικών προϊόντων (όπως πχ τα περίφημα «τοξικά ομόλογα»), υπό την απειλή πως, εάν δεν δεχθούν να υπογράψουν την αλλαγή του FSA ο ΠΟΕ θα πραγματοποιήσει ΕΜΠΑΡΓΚΟ � �τα βασικά εξαγωγικά τους προϊόντα!!!
Από τα 156 κράτη-μέλη του ΠΟΕ η μόνη χώρα που δεν υπέγραψε ήταν η Βραζιλία του Λούλα ντα Σίλβα, που ήταν και μία από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που, όταν άρχισε να «καταρρέει το Σύμπαν» κατά το διάστημα 2007-2009 κατάφεραν ν' αντέξουν με σχετική επιτυχία τους κλυδωνισμούς του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.
Το νέο FSA ουσιαστικά άνοιξε το «κουτί της Πανδώρας» για τα τραπεζικά «υποπροϊόντα» και δημιούργησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπου η μια εθνική οικονομία κατέρρεε πίσω από την άλλη, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου, θεωρητικά υπήρχαν ισχυροί μηχανισμοί προστασίας (βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση).
Ειδικά στην περίπτωση της ΕΕ, τόσο η διάρθρωση του μηχανισμού της όσο και η πολιτική και οικονομική φιλοσοφία που διέπει το Διευθυντήριό της, με τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας και των συμμάχων της, κάθε άλλο παρά λειτούργησαν υπέρ της προστασίας των κρατών-μελών της που αποδείχθηκαν οι «αδύναμοι κρίκοι» στις στοχευμένες επιθέσεις της παγκόσμιας τραπεζικής ελίτ.
Αντίθετα, ενίσχυσαν και ενισχύουν τις ανισομετρίες μεταξύ των κρατών-μελών και την εκμετάλλευση των οικονομικά ασθενέστερων κρατών-μελών από τα ισχυρότερα, μέσω των γνωστών μηχανισμών των Μνημονίων και των επαχθών (όσο και απεχθών) δανειακών συμβάσεων, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για τις οικονομίες και τις κοινωνίες των κρατών αυτών. Το πόσο αφορά αυτό το τελευταίο στη χώρα μας, είναι περιττό να το υπογραμμίσουμε…
Για το τέλος, ας αναφερθούμε λίγο στην τύχη του διδύμου Ρούμπιν – Σάμερς: ο πρώτος, λίγες εβδομάδες μετά την παραίτησή του από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ το 1999, ορίστηκε αρχικά Διευθυντής και, στη συνέχεια Πρόεδρος του νεοσυσταθέντος τραπεζικού κολοσσού Citigroup, στον οποίο παρέμεινε 10 χρόνια, μέχρι και την κήρυξή του σε καθεστώς πτώχευσης, προλαβαίνοντας στο μεταξύ να «αποζημιωθεί» με το… «ευτελές» ποσό των 126 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ!!!
Στη συνέχεια, έγινε ένας από τους πιο ενεργούς υποστηρικτές της προεκλογικής καμπάνιας του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την εκλογή του στο πόστο του Προέδρου των ΗΠΑ, όρισε το «πουλέν» του Ρούμπιν, δηλαδή τον Λάρι Σάμερς, Πρόεδρο του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου (NEC – National Economic Council), δηλαδή κάτι σαν «τσάρο» της Εθνικής Οικονομίας των ΗΠΑ.
Το επόμενο βήμα; Τον ερχόμενο Γενάρη λήγει η θητεία του Μπεν Σαλόμ Μπερνάνκε (Ben Shalom Bernanke) στη θέση του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, γνωστής και ως Fed (Federal Reserve System – FRS). Και ο Λάρι Σάμερς είναι ο επόμενος υποψήφιος για τη θέση αυτή, προτεινόμενος από τον ίδιο τον Πρόεδρο Ομπάμα στο Σώμα της αμερικανικής Γερουσίας, που θα λάβει και την τελική απόφαση.
Είναι αυτό που λέμε: «οι… καλοί δεν χάνονται»!!!
Βασίλης Μακρίδης*
* Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής
Διαβάστε Επίσης:
Όταν το γυαλί ράγισε: Η κατάργηση του νόμου Glass - Steagall και η μετατροπή της παγκόσμιας οικονομίας σε επιχείρηση χρηματοπιστωτικού τζόγου
Θα γράψω, λοιπόν, μερικά πραγματάκια που αφορούν απόλυτα και στα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, αλλά υπό ένα πολύ ευρύτερο πρίσμα, αυτό των διεθνών εξελίξεων και, κυρίως του παιχνιδιού που παίζεται εδώ και περίπου 15 με 20 χρόνια στις πλάτες των λαών όλου του κόσμου, με την απόλυτη ευθύνη του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.
Την αφορμή μου έδωσαν κάποια δημοσιεύματα σε ξενόγλωσσα sites και blogs τα οποία σταχυολόγησα και άντλησα ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες και σκοπεύω να μοιραστώ μαζί σας.
Η υπόθεση της καταστροφής όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των εθνικών οικονομιών των περισσοτέρων κρατών του κόσμου έχει ξεκινήσει όχι γύρω στα 2007-2008, όπως ίσως πιστεύουν οι περισσότεροι, έχοντας στο μυαλό τους τα λεγόμενα «τοξικά ομόλογα» και τα γεγονότα που ακολούθησαν ως αλυσιδωτή αντίδραση στην παγκόσμια οικονομία, αλλά περίπου μία δεκαετία νωρίτερα, δηλαδή γύρω στα 1997. Υπουργός Οικονομικών στις ΗΠΑ και στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών του Προέδρου Μπιλ Κλίντον είναι ο Ρόμπερτ Ρούμπιν (Robert Rubin) και αναπληρωτής τ� �υ ο Λάρι Σάμερς (Larry Summers), ο οποίος θα τον διαδεχθεί στον υπουργικό θώκο το 1999 και μέχρι το 2001.
Την περίοδο αυτή, το εν λόγω δίδυμο, σε πλήρη συνεννόηση με τους επικεφαλής των μεγαλύτερων πέντε (5) μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζικών κολοσσών και, συγκεκριμένα τους Goldman Sachs, Merryll Lynch, Bank of America, Citibank και Chase Manhattan, αποφασίζει ν' αλλάξει ριζικά το παγκόσμιο τραπεζικό παιχνίδι, δημιουργώντας εν κατακλείδι μία άνευ προηγουμένου συσσώρευση κεφαλαίων και οδηγώντας στην υποταγή στις ορέξεις της παγκόσμιας τραπεζικής ελίτ ολόκληρων κρατών και διεθνών οργανισμών.
Το βασικό εμπόδιο για την έναρξη της υλοποίησης ενός τέτοιου σχεδίου περνούσε μέσα από την άρση του Τραπεζικού Νόμου του 1933 (Banking Act of 1933), γνωστού και με το όνομα «Νόμος των Γκλας – Στίγκαλ» (The Glass – Steagall Act), που έθετε πολύ συγκεκριμένα όρια ανάμεσα στις δραστηριότητες των επενδυτικών και των εμπορικών τραπεζών, απαγορεύοντας, ουσιαστικά, στις μεν να δραστηριοποιούνται στους τομείς που δραστηριοποιούνταν οι δε.
Έτσι, οι μεν επενδυτικές τράπεζες δεν είχαν δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες του εμπορικού τομέα, ενώ οι εμπορικές τράπεζες δεν είχαν δικαίωμα να δραστηριοποιούνται στον τομέα των επενδύσεων και, κυρίως, σε τομείς όπως η έκδοση ομολόγων και λοιπών αξιόγραφων. Επίσης, βάσει αυτού του Νόμου, απαγορευόταν σε πρόσωπα που ασχολούντο στον τομέα των επενδυτικών τραπεζών να κατέχει οποιαδήποτε θέση σε εμπορική τράπεζα και το αντίστροφο.
Η άρση αυτού του Νόμου άλλαξε άρδην τον χάρτη του τραπεζικού συστήματος όπως το γνωρίζαμε μέχρι τότε. Η άμεση εμπλοκή των εμπορικών τραπεζών στον επενδυτικό τομέα (αφού αυτό ήταν το ζητούμενο) ξεκίνησε από την επένδυση στην αγορά παραγώγων, δηλαδή στο… «Πάμε Στοίχημα» των τραπεζικών προϊόντων.
Τα «πονταρίσματα» που γίνονταν μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, ακόμη και του στιλ «σε πόσα χρόνια θα καταστραφεί ολοσχερώς η οικονομία του Χ κράτους»!!! Και στην κατεύθυνση αυτή το τραπεζικό σύστημα δούλεψε συντονισμένα, μέσα από τα κατά τόπους «παπαγαλάκια» του, καλλιεργώντας το κατάλληλο έδαφος, ώστε αυτά στα οποία πόνταρε τα λεφτά του (το «του», βέβαια, βρίσκεται υπό ζωηρή αμφισβήτηση) να γίνουν πραγματικότητα.
Ένα πρώτο τέτοιο παιχνίδι σε βάρος της ελληνικής οικονομίας αλλά, κυρίως, των Ελλήνων πολιτών το είδαμε να εξελίσσεται ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο, με τη «φούσκα» του Χρηματιστηρίου και με τις «προβλέψεις» περί κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, που απέφεραν, μέσω της αγοράς παραγώγων, στην παγκόσμια τραπεζική ελίτ κέρδη πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ίδιο ακριβώς παιχνίδι παίχτηκε και στις πλάτες πολλών άλλων λαών του κόσμου.
Οι κινήσεις-κλειδιά σε αυτό το σημείο ήταν δύο: αφενός ο Σάμερς, με την ιδιότητα του Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ άφησε εντελώς ανεξέλεγκτο το τοπίο στην αγορά παραγώγων μπλοκάροντας, ουσιαστικά, κάθε οργανωτική κίνηση προς την κατεύθυνση του ελέγχου τους. Αφετέρου, επειδή το παιχνίδι αυτό θα είχε νικητές και χαμένους και εντός του παγκόσμιου τραπεζικού κεφαλαίου (αλλά και του στενότερα αμερικανικού, βλ. JP Morgan) και, προκειμένου να αποφευχθεί η εκροή κεφαλαίων σε χώρες με ασφαλέστερο τραπεζικό σύστημα, η κλίκα Σάμερς – τραπεζιτών απ� �φάσισε να χρησιμοποιήσει το λεγόμενο FSA (Financial Services Act – Συμφωνία Οικονομικών Υπηρεσιών), δηλαδή τη Συμφωνία που ουσιαστικά καθόριζε τον τρόπο σύνδεσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – ΠΟΕ (WTO) με τα μέλη του.
Μέχρι τότε ο ΠΟΕ (άλλο «παιδί» του συστήματος κι αυτό) ουσιαστικά έθετε τους κανόνες διεξαγωγής του εμπορίου φυσικών προϊόντων ανάμεσα στα κράτη-μέλη του, έχοντας έξω από τους τομείς δραστηριοποίησής του τα τραπεζικά προϊόντα. Η αλλαγή των όρων του FSA, με τη συμπερίληψη σε αυτό ΚΑΙ των τραπεζικών δραστηριοτήτων, πειθανάγκασε τα κράτη-μέλη του ΠΟΕ να δεχθούν την αγορά «σάπιων» τραπεζικών προϊόντων (όπως πχ τα περίφημα «τοξικά ομόλογα»), υπό την απειλή πως, εάν δεν δεχθούν να υπογράψουν την αλλαγή του FSA ο ΠΟΕ θα πραγματοποιήσει ΕΜΠΑΡΓΚΟ � �τα βασικά εξαγωγικά τους προϊόντα!!!
Από τα 156 κράτη-μέλη του ΠΟΕ η μόνη χώρα που δεν υπέγραψε ήταν η Βραζιλία του Λούλα ντα Σίλβα, που ήταν και μία από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που, όταν άρχισε να «καταρρέει το Σύμπαν» κατά το διάστημα 2007-2009 κατάφεραν ν' αντέξουν με σχετική επιτυχία τους κλυδωνισμούς του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.
Το νέο FSA ουσιαστικά άνοιξε το «κουτί της Πανδώρας» για τα τραπεζικά «υποπροϊόντα» και δημιούργησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπου η μια εθνική οικονομία κατέρρεε πίσω από την άλλη, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου, θεωρητικά υπήρχαν ισχυροί μηχανισμοί προστασίας (βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση).
Ειδικά στην περίπτωση της ΕΕ, τόσο η διάρθρωση του μηχανισμού της όσο και η πολιτική και οικονομική φιλοσοφία που διέπει το Διευθυντήριό της, με τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας και των συμμάχων της, κάθε άλλο παρά λειτούργησαν υπέρ της προστασίας των κρατών-μελών της που αποδείχθηκαν οι «αδύναμοι κρίκοι» στις στοχευμένες επιθέσεις της παγκόσμιας τραπεζικής ελίτ.
Αντίθετα, ενίσχυσαν και ενισχύουν τις ανισομετρίες μεταξύ των κρατών-μελών και την εκμετάλλευση των οικονομικά ασθενέστερων κρατών-μελών από τα ισχυρότερα, μέσω των γνωστών μηχανισμών των Μνημονίων και των επαχθών (όσο και απεχθών) δανειακών συμβάσεων, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για τις οικονομίες και τις κοινωνίες των κρατών αυτών. Το πόσο αφορά αυτό το τελευταίο στη χώρα μας, είναι περιττό να το υπογραμμίσουμε…
Για το τέλος, ας αναφερθούμε λίγο στην τύχη του διδύμου Ρούμπιν – Σάμερς: ο πρώτος, λίγες εβδομάδες μετά την παραίτησή του από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ το 1999, ορίστηκε αρχικά Διευθυντής και, στη συνέχεια Πρόεδρος του νεοσυσταθέντος τραπεζικού κολοσσού Citigroup, στον οποίο παρέμεινε 10 χρόνια, μέχρι και την κήρυξή του σε καθεστώς πτώχευσης, προλαβαίνοντας στο μεταξύ να «αποζημιωθεί» με το… «ευτελές» ποσό των 126 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ!!!
Στη συνέχεια, έγινε ένας από τους πιο ενεργούς υποστηρικτές της προεκλογικής καμπάνιας του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την εκλογή του στο πόστο του Προέδρου των ΗΠΑ, όρισε το «πουλέν» του Ρούμπιν, δηλαδή τον Λάρι Σάμερς, Πρόεδρο του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου (NEC – National Economic Council), δηλαδή κάτι σαν «τσάρο» της Εθνικής Οικονομίας των ΗΠΑ.
Το επόμενο βήμα; Τον ερχόμενο Γενάρη λήγει η θητεία του Μπεν Σαλόμ Μπερνάνκε (Ben Shalom Bernanke) στη θέση του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, γνωστής και ως Fed (Federal Reserve System – FRS). Και ο Λάρι Σάμερς είναι ο επόμενος υποψήφιος για τη θέση αυτή, προτεινόμενος από τον ίδιο τον Πρόεδρο Ομπάμα στο Σώμα της αμερικανικής Γερουσίας, που θα λάβει και την τελική απόφαση.
Είναι αυτό που λέμε: «οι… καλοί δεν χάνονται»!!!
Βασίλης Μακρίδης*
* Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής
Διαβάστε Επίσης:
Όταν το γυαλί ράγισε: Η κατάργηση του νόμου Glass - Steagall και η μετατροπή της παγκόσμιας οικονομίας σε επιχείρηση χρηματοπιστωτικού τζόγου
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment