«Ο απεσταλμένος του Ερυθρού Σταυρού διαπίστωσε ότι πολλά από τα θύματα τα είχαν πνίξει με τα ίδια τους τα εντόσθια. Ο ιερέας του χωριού είχε αποκεφαλιστεί. Στα παιδιά, είχαν δοθεί τόσες μαχαιριές, ώστε να τους βγουν τα έντερα. Βρέφη, είχαν σφαγεί μέσα στις κούνιες τους....
Στις γυναίκες, είχαν κοπεί τα στήθη και είχαν βιαστεί με ξιφολόγχες μέχρι να τους βγουν τα σωθικά, τα οποία οι Γερμανοί τα τύλιξαν γύρω τους, "παίζοντας". Σε μια έγκυο, έσκισαν με ξιφολόγχη την κοιλιά, για να βγάλουν το έμβρυο και να το μαχαιρώσουν. Στους άντρες, είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα και τα είχαν τοποθετήσει στο στόμα. Δεκάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους και παιδιά, είχαν μαχαιρωθεί και καρφωθεί σε πασσάλους μέχρι να ξεψυχήσουν»…
Για κάποιες από τις πιο φρικτές δολοφονίες στην ανθρώπινη ιστορία, δεν πλήρωσε κανείς. Σήμερα, 70 χρόνια μετά από τη σφαγή του Διστόμου, η Γερμανία που "αντιτίθεται να δώσει αποζημιώσεις", όχι μόνο δεν έχει ζητήσει συγνώμη, αλλά αθώωσε και τους πρωταιτίους. Ο τελευταίος εξ αυτών μάλιστα, ο ένας εκ των δύο επικεφαλής της γερμανικής μεραρχίας που έκανε την απίστευτη σφαγή στο Δίστομο, Hans Zampel, απολαμβάνει την ελευθερία και τα (τελευταία;) χρόνια της ζωής του � �άπου στη Γερμανία. Εάν δεν είναι αυτό το γεγονός από μόνο του κάτι που προσβάλλει την ανθρώπινη υπόσταση, τότε τι είναι; Εάν δεν είναι αυτό έλλειψη Δικαιοσύνης, τότε τι είναι; (Και) η Γερμανία έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της για να αποτινάξει τον κρυφοναζιστικό της εαυτό.
Σήμερα, κλείνουν 70 χρόνια από την ημέρα που τα στρατεύματα των SS (για την ακρίβεια, η μεραρχία Edelweiss της IV μεραρχίας Panzer, υπό τον Fritz Lautenbach και τον Hans Zampel) έκαναν μια από τις χειρότερες σφαγές της παγκόσμιας ιστορίας. Στο Δίστομο, στις 10 Ιουνίου 1945 βασάνισαν και σκότωσαν με μαρτυρικό τρόπο, βρέφη, παιδιά, έγκυες, άοπλους πολίτες. Στην κυριολεξία σκότωσαν όποιον βρήκαν μπροστά τους και, στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Ο επίσημος αριθμός των νεκρών είναι 200, όμως οι αυτόπτες μάρτυρες του Ερυθρού Σταυρού, κάνουν λόγο για 600. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το Δίστομο, ο Ερυθρός Σταυρός βρήκε εικόνες φρίκης.
Εικόνες αποκάλυψης
Θα αναρωτηθεί κανείς. Γιατί τόσο μίσος; Ο λόγος είναι οι μεγάλες απώλειες των SS από αντάρτες που κρύβονταν στα γύρω βουνά. Και, εκείνη την αποφράδα μέρα, οι "άνδρες" των SS είχαν υποστεί μεγάλη ήττα από τους αντάρτες. Και, αφού δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν αλλού, το έκαναν σε βρέφη, παιδάκια, γ υναίκες, αμάχους. Τέτοιοι υπάνθρωποι ήταν… ίσως το καλύτερο, για να καταλάβετε το μέγεθος της θηριωδίας, να μην είναι οι δικές μας περιγραφές, όσο γλαφυρές και αν είναι. Ίσως να είναι οι περιγραφές αυτών που τα έζησαν. Το παρακάτω ρεπορτάζ είναι από τον Ιούνιο του 2013 της ηλεκτρονικής εφημερίδας itabloid.gr:
"Ήταν δύο χρονών. Τον ξεκοίλιασαν τον αδερφό μου"
Με πόνο θυμάται εκείνες τις στιγμές η κ. Μαρία Σφουντούρη. «Ήταν τρομερό. Μαύρο. Εγώ ήμουν μόλις τεσσάρων ετών και ο αδερφός μου, ο Παναγιώτης 6 και μέσα σε λίγες στιγμές χάσαμε την μάνα μας, τον πατέρα μας και τον μικρό μας αδερφό, Νίκο, που ήταν 2 ετών.
Σωθήκαμε γιατί μας έκρυψε η θεία μο υ στο διπλανό σπίτι σε μια καταπακτή. Ακούγαμε τους Γερμανούς να περνούν από πάνω και τρέμαμε! Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί τρέξαμε στο σπίτι μας. Ο πατέρα μας ήταν νεκρός στο κρεβάτι, η μάνα μας νεκρή μπροστά από το τζάκι και στα πόδια της πεσμένος ο Νίκος. Τον είχαν ξεκοιλιάσει.
Τα χάσαμε και αρχίσαμε να φωνάζουμε. Ο αδερφός μου άρπαξε τον Νίκο και τον πήρε στην αγκαλιά του. Τα ρούχα του γέμισαν από τα αίματ� � και τα σωθικά. Φοβηθήκαμε και βγήκαμε τρέχοντας από το σπίτι. Όσοι είχαν σωθεί έβγαιναν στους δρόμους. Τρομερές εικόνες. Πήγαμε στη γιαγιά μας και μας μάζεψε μια γειτόνισσα.
Στο χωριό επικρατούσε νεκρική σιγή. Ο κόσμος έφευγε για τα βουνά να σωθεί. Την επόμενη έπρεπε να θαφτούν οι νεκροί. Όταν είδαμε τους γονείς μας και τον αδερφό μας στον τάφο, συνειδητοποιήσαμε τι είχε γίνει. Θέλαμε να πηδήξουμε μέσα να μας θάψουν μαζί του ς. Παντού, θρήνος, μοιρολόγια και μαύρα μαντίλια. Από τότε πηγαίναμε κάθε μέρα στον τάφο, πρωί και βράδυ και ανάβαμε τα καντήλια. Το πρώτο μνημόσυνο, ήταν κάτι μαύρο».
«Ξεκοίλιασαν έγκυο γυναίκα»
Ο Βασίλης Γαμβρίλης είναι συμβολα ιογράφος στο Δίστομο και από τις σφαγές των ναζιστών και «είδε» να ξεκληρίζεται η οικογένεια του αδερφού του πατέρα του, Γεωργίου Γαμβρίλη, στη θέση Βέρβα. «Η Θηρεσία, γυναίκα του Γιώργου, ήταν έγκυος. Αφού την ξεκοίλιασαν, πέταξαν στο χώμα το έμβρυο και σκότωσαν τα τρία παιδιά της. Εγώ γλίτωσα επειδή νύχτωσε και δεν πρόλαβαν να έρθουν προς την πλευρά μας», λέει.
"Έκοψαν τα λαρύγγια απ' τα πεντάχρονα παιδιά"
Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική:
"…Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι πολλά θύματα βρίσκονται ακόμα διασκορπισμένα στα χωράφια και στους δρόμους… Παντού συναντούσα μεγάλες κηλίδες αίματος, ανακατωμένες με γυναικεία μαλλιά, παιδικά παπούτσια, σκισμένα ρούχα και σκεπάσματα. Οι στρατιώτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες, κυνηγούσαν ανελέητα τους ανθρώπους από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν λυπήθηκαν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε γέρους. Μόνο όσοι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή ή κρύφτηκαν διέφυγαν τη σφαγή. (…) Παιδιά ως και πέντε ετών βρέθηκαν με κομμένα τα λαρύγγια ή στραγγαλισμένα. Πολλές νέες γυναίκες βιάστηκαν και εν συνεχεία ξεκοιλιάστηκαν".
Η είδηση της σφαγής μεταδόθηκε αμέσως σε όλο σχεδόν τον κόσμο μέσω του BBC, προκαλώντας αντιδράσεις και αισθήματα αποτροπιασμού. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στου ς κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές. Ακόμα και ο κατοχικός, δωσίλογος πρωθυπουργός Ι. Ράλλης διαμαρτυρήθηκε στη γερμανική στρατιωτική Διοίκηση. Η Διοίκηση των Γερμανών προσπάθησε να δικαιολογηθεί με το ότι μέσα στο Δίστομο βρίσκονταν κρυμμένοι αντάρτες και δεν μπορούσαν να αποτρέψουν το θάνατο κάποιων αθώων. Στις εφημερίδες της 9ης Ιούλη 1944 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι: "ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος…".
"Τους έπνιγαν με τα έντερά τους"
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει για το Δίστομο:
"Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστ ομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ' οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικ� � διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε. Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στου ς αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλ ες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελ� �ηνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρο� �ργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Και ο Ελληνικός Πολιτισμός:
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ' αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι � �ερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ' αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα.
Ένας από τους επικεφαλής που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την σφαγή στο Δίστομο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel) μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στην Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα!
Ο Λάουτενμπαχ υποστήριζε πως η επίθεση των ανταρτών δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν τους βοηθούσαν οι κάτοικοι της περιοχής. "…Η παρουσία τους στα γύρω χωράφια σε αγροτικές εργασίες είχε σκοπό να εξαπατήσει τις δυνάμεις μας και να πέσουν στην ενέδρα, και αποδείκνυε την εκ των προτέρων σχεδιασμένη και προβαρισμένη συνεργασία τους με τις συμμορίες… Τα μέτρα μου είχαν επίσης σκοπό να αποτρέψουν ει δυνατόν περαιτέρω απώλειες που ήταν δ� �νατόν να περιμένει κανείς". (Mazower, 239-240). Φυσικά κανείς δεν καταδικάστηκε, αφού το δικαστήριο επικαλέστηκε τη "στρατιωτική αναγκαιότητα" και η στάση του Λάουτενμπαχ δικαιολογήθηκε λόγω του "αισθήματος ευθύνης" που είχε απέναντι στους άνδρες του. Το πόρισμα ανέφερε: "Σε μία περίπτωση συγχρωτισμού των αμάχων με τις συμμορίες τόσο χτυπητή όσο αυτή του Διστόμου, ο διοικητής του Λόχου θεώρησε πως όφειλε να λειτουργήσει παραδειγματικά, έτσι ώστε οι αρχές κατοχής να αποδείξουν με την αρμόζουσα αυστηρότητα ότι ξέρουν πώς να αντιμετωπίζου ν ακόμα και την πιο δόλια και ποταπή μορφή υποτιθέμενου "πολέμου"" (Mazower, 240). Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ζει ως σήμερα ελεύθερος.
tro-ma-ktiko
Πηγή: http://piperistostoma.blogspot.com/
No comments:
Post a Comment